άρκτια

άρκτια
ἄρκτια
ἄρκτιον
bearwort: neut nom /voc /acc pl
ἄρκτιος
arctic: neut nom /voc /acc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄρκτια — ἄρκτιον bearwort neut nom/voc/acc pl ἄρκτιος arctic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”